- πρωτοκοκκώδη
- (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής πολλαπλασιασμός με ισογαμέτες και σπάνια με ανισογαμέτες. Τα κύτταρά τους αποτελούν πολυσύνθετες αποικίες με 4 κύτταρα στο γένος σκενόδεσμος, με 14-24 στο γένος πεδίαστρο και με πάρα πολλά στο γένος υδροδίκτυο, που σχηματίζει κοίλο δίκτυο μεγέθους μέχρι 20 εκ. Όλα τα φυτά της τάξης αυτής ευδοκιμούν σε γλυκά νερά. Ευδοκιμούν επίσης στο πράσινο επίστρωμα που σκεπάζει τον φλοιό των δένδρων και των τοίχων καθώς και στο έδαφος. Άλλα ζουν μαζί με μύκητες και σχηματίζουν λειχήνες. Σημαντικό γένος της τάξης των φυτών αυτών είναι η χλωρέλλα με 10 είδη, που βρίσκονται σε ολόκληρη σχεδόν την υδρόγειο και σχηματίζουν με φύκη λειχήνες ή ζουν μαζί με κατώτερα υδρόβια ζώα. Τελευταία η χλωρέλλα χρησιμοποιήθηκε από πολλούς ερευνητές για τη μελέτη της φωτοσύνθεσης, επειδή τα είδη του γένους αυτού αποτελούνται αποκλειστικά από φωτοσυνθετικά κύτταρα. Τα περισσότερα είδη της χλωρέλλας ζουν στα γλυκά νερά, υπάρχουν όμως και θαλασσινά. Πολλαπλασιάζονται γρήγορα, γεγονός που επαυξάνει την αξία τους για τα βιολογικά πειράματα. Από το 1920 χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια, όμως από το 1949, οπότε λειτούργησε το πρώτο φύτοτρο, οι πειραματικές τους δυνατότητες αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο. Τα πρώτα αποτελέσματα των πειραμάτων έδειξαν ότι οι χλωρέλλες οι οποίες ως τροφή έχουν ενεργειακή αξία, όση και το αλεύρι των δημητριακών, παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον πλούτο τους σε πρωτεΐνες καθώς και για τις βιταμίνες και τα ανόργανα άλατα που περιέχουν. Μετά από τις διαπιστώσεις αυτές έγιναν προσπάθειες για τη βιομηχανική καλλιέργεια του φυτού, όμως μέχρι τώρα δεν πέτυχαν.
* * *τα, Ν(βοτ. -ζωολ.) τάξη χλωροφυκών, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα κατάταξης, που περιλαμβάνει είδη φυκών μονοκύτταρα, ακίνητα, με σφαιροειδή ή δισκοειδή κύτταρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protococcales (< πρωτόκοκκος + -ales)].
Dictionary of Greek. 2013.